εφολκος

εφολκος
    ἐφολκός
    ἐφ-ολκός
    2
    1) манящий, заманчивый
    

ἐφολκὰ καὴ οὐ τὰ ὄντα λέγειν Thuc. — рассказывать соблазнительные небылицы

    2) ирон. которого приходится тащить как на буксире
    

(οὐκ ἐ. ἦν, ἀλλὰ πρῶτος ἡγεῖτο Arph.)

    3) пространный, растянутый
    

μέ πρόλεσχος μηδ΄ ἐ. ἐν λόγῳ Aesch. — немногоречивый и немногословный


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εφολκος" в других словарях:

  • εφολκός — ἐφολκός, όν (ΑΜ) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφολκόν το δόλωμα, αυτό που δελεάζει, που παρασύρει αρχ. || 1. αυτός που προσελκύει, ο προσελκυστικός, ο επαγωγός 2. βραδυκίνητος, νωθρός, βραδύς 3. φρ. «ἐφολκὸς ἐν λόγῳ» αργός, διστακτικός στο να δώσει… …   Dictionary of Greek

  • ἐφολκός — drawing on masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφολκόν — ἐφολκός drawing on masc/fem acc sg ἐφολκός drawing on neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφολκοτάτην — ἐφολκός drawing on fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφολκοῖς — ἐφολκός drawing on masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφολκοῦ — ἐφολκός drawing on masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφολκῶς — ἐφολκός drawing on adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφολκίς — ἐφολκίς, ἡ (Α) [εφολκός] 1. το εφόλκιο 2. ενοχλητική προσθήκη, συμπλήρωμα, άχθος, βάρος 3. πηδάλιο …   Dictionary of Greek

  • εφόλκιο — το (ΑΜ ἐφόλκιον) [εφολκός] ναυτ. μικρό πλοίο ή λέμβος που ρυμουλκείται πίσω από ένα μεγάλο πλοίο, εμπορικό ή πολεμικό, κν. φελούκα, σκαμπαβία μσν. αρχ. συνεκδ. παράρτημα, προσάρτημα, συμπλήρωμα, προσθήκη αρχ. 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐφόλκια… …   Dictionary of Greek

  • πρόλεσχος — ον, Α (ποιητ. τ.) ο έτοιμος για φλυαρία, ο πρόθυμος για κουβέντα («καὶ μὴ πρόλεσχος μηδ ἐφολκὸς ἐν λόγῳ γένῃ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λεσχος (< λέσχη «λόγος, φλυαρία»), πρβλ. ἔλ λεσχος] …   Dictionary of Greek

  • φολκός — ὁ, Α 1. πιθ. (κυρίως ως προσωνυμία τού Θερσίτου) ραιβόπους, στραβοπόδης («φολκὸς ἔην, χωλὸς δ ἕτερον πόδα», Ομ. Ιλ.) 2. πιθ. αλλήθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης σημ. και ετυμολ. επίθ., το οποίο απαντά μόνο στον στ. Β 217 τής Ιλιάδας στην περιγραφή τού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»